ῥαιστήρια

ῥαιστήρια
ῥαιστήριος
smashing
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ῥαιστηρίαν — ῥαιστηρίᾱν , ῥαιστήριος smashing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαιστήρι' — ῥαιστήρια , ῥαιστήριος smashing neut nom/voc/acc pl ῥαιστήριε , ῥαιστήριος smashing masc voc sg ῥαιστήριαι , ῥαιστήριος smashing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραιστήριος — α, ον, Α [ῥαιστήρ] 1. αυτός που συνθλίβει, που συντρίβει ή αυτός που σφυρηλατεί 2. αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει, ολέθριος, καταστρεπτικός («ῥαιστήρια φάρμακα», Απολλ. Ρόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”